- ζατρίκι(ον)
- το шахматы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζατρίκι — το και ζατρίκιο, το (λ. περσ.), είδος παιχνιδιού, το σκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζατρίκιο — και ζατρίκι (ΑΜ ζατρίκιον) είδος παιχνιδιού, το σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats] … Dictionary of Greek
σατράντζι — το, Ν 1. επίπεδη σανίδα από ξύλο πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι 2. (κατ επέκτ.) το παιχνίδι σκάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. sachrats (πρβλ. ζατρίκι[ον])] … Dictionary of Greek